μελένιος

μελένιος
α, ο прям. , перен. медовый;

χαλβάς μελένιος — медовая халва;

χείλια μελένια — медовые уста;

μελένιο στόμα — говорящий сладкие речи, сладкоречивый


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "μελένιος" в других словарях:

  • μελένιος — α, ο [μέλι] 1. αυτός που είναι παρασκευασμένος από μέλι ή ζυμωμένος με μέλι («χαλβάς μελένιος») 2. αυτός που έχει το χρώμα τού μελιού, ο μελής 3. μτφ. αυτός που είναι γλυκός σαν το μέλι («και το κρουστό σου το κορμί και το μελένιο στόμα», Παλαμ.) …   Dictionary of Greek

  • μελένιος, -ια, -ιο — 1. φτιαγμένος με μέλι: Μας πρόσφερε χαλβά μελένιο. 2. (συνεκδοχ.), γλυκός σαν μέλι: Λόγια μελένια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μέλι — Ρευστή σακχαρώδης ουσία με ιδιαίτερο άρωμα. Προέρχεται από το νέκταρ των ανθέων, το οποίο απορροφούν οι μέλισσες και αποθηκεύουν στον πρόλοβό τους. Το νέκταρ είναι ένας γλυκός χυμός που εκκρίνεται από ειδικούς αδένες των ανθέων και αποτελείται… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»